- προευαγγελιζομαι
- προευαγγελίζομαιπρο-ευαγγελίζομαιпредвозвещать благую весть
(τινι NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προευαγγελίζομαι — ΝΜΑ ευαγγελίζομαι, φέρνω χαρούμενη αγγελία εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐαγγελίζομαι «αναγγέλλω ευχάριστες ειδήσεις»] … Dictionary of Greek
προευαγγελιζόμενον — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc acc sg προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp neut nom/voc/acc sg προευαγγελιζόμενον , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελιζόμενος — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc nom sg προευαγγελιζόμενος , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελισάμενος — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor part mp masc nom sg προευαγγελισάμενος , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελίζεται — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres ind mp 3rd sg προευαγγελίζεται , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελίσασθαι — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor inf mp προευαγγελίσασθαι , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευηγγελίζετο — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)